- ιππόνικος
- Όνομα ιστορικών προσώπων.
1. Αθηναίος δαδούχος και αργότερα στρατηγός (; – 422; π.Χ.). Ήταν γιος του Καλία του Αθηναίου και της αδελφής του Κίμωνα, Ελπινίκης, πεθερός του Αλκιβιάδη. Μαζί με τον Ευρυμέδοντα και τον Νικία νίκησε το 427 π.Χ. τους Θηβαίους και τους Ταναγραίους. Τον θεωρούσαν πλουσιότατο αλλά και εξαιρετικά φιλάργυρο, γι’ αυτό και οι ποιητές τον σατίριζαν. Η γυναίκα του τον χώρισε και παντρεύτηκε τον Περικλή και η κόρη του, Ιππαρέτη, πήρε τον Αλκιβιάδη (Πλουτάρχου Περικλής 8, 3).
2. Εγγονός του προηγούμενου (4ος αι. π.Χ.). Παντρεύτηκε την κόρη του Αλκιβιάδη.
* * *ἱππόνικος, -ον (Α)1. αυτός που νικά σε ιππικούς αγώνες ή σε αρματοδρομίες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)-* + -νικος (< νίκη), πρβλ. αξιό-νικος, χορό-νικος].
Dictionary of Greek. 2013.